τετραχιζω

τετραχιζω
    τετραχίζω
    τετρᾰχίζω
    делить на четыре части Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τετραχιζω" в других словарях:

  • τετραχίζω — Α [τετραχά] αναλαμβάνω μια εργασία με τη συμμετροχή τού 1/4 τών κερδών …   Dictionary of Greek

  • τετραχίζειν — τετραχίζω engage to do for a fourth part pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχισμός — ο, Ν είδος θανατικής ποινής που επιβαλλόταν στη Γαλλία κατά την εποχή τής μοναρχίας σε εκείνους που έκαναν απόπειρα δολοφονίας κατά τού βασιλιά και κατά την οποία ο κατάδικος προσδενόταν από τα τέσσερα άκρα του σε τέσσερα άλογα, τα οποία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»